στρογγύλοι — στρογγύλος round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κορομηλιά — Μικρό δέντρο, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Prunus insititia. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία τζανεριά. Πρόκειται για ακανθώδες φυτό με μεγάλα, οδοντωτά και κατ’ εναλλαγή φύλλα και λευκά άνθη οργανωμένα σε ταξιανθίες. Οι σπόροι… … Dictionary of Greek
μιναρές — Πύργος από τον οποίο καλούνται σε προσευχή οι μουσουλμάνοι. Είναι χτισμένος δίπλα στο τζαμί ή αποτελεί τμήμα του. Οι πρώτοι μ. είχαν συνήθως μια στριφτή εσωτερική σκάλα. Οι μ. της Αιγύπτου, του Ιράκ, του Ιράν και των χωρών της Κεντρικής και Μέσης … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
πνευματόδερμος — (pneumodermus). Γένος καλυπτοβράγχιων οπισθοβράγχιων γαστερόποδων, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των πνευματοδερματιδών. Οι π. είναι μικρά θαλάσσια ζώα γυμνά, μακρουλά, με μια πτυχή που σκεπάζει το στόμα. Έχουν κεραίες και οι κολυμβητικοί τους… … Dictionary of Greek
πολύχωρος — η, ο / πολύχωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά 2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος 3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι … Dictionary of Greek
ανθήρας — Το επάνω μέρος του στήμονα, αρκετά διαφοροποιημένο από το νήμα που τον υποβαστάζει, εκτός αν πρόκειται για άμισχους α. Οι α. έχουν διάφορα σχήματα και χρώματα, αλλά κυρίως είναι κίτρινοι, υπόλευκοι ή γκρίζοι, ανάλογα με το είδος στο οποίο… … Dictionary of Greek